- ἐλευθεροπρασίου
- ἐλευθερο-πρᾱσίου δίκη, ἡ, prosecutionA for selling a freeman as a slave, Poll.3.78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελευθεροπρασίου — «ἐλευθεροπρασίου δίκη» (Α) δίωξη εναντίον δουλεμπόρου ο οποίος πούλησε ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο … Dictionary of Greek